Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Ηλεκτρικές Περιπλανήσεις με ήχο

Το όνομα Ηλεκτρικές Περιπλανήσεις ανήκει σαν ιδέα στον καλό μου φίλο Φραγκίσκο Δημητρίου -ο οποίος τελευταία ασχολείται με ένα είδος ψηφιακής, ψυχεδελικής ζωγραφικής το οποίο θα αναλύσω σε άλλο post-. Καλοκαίρι 1996 ή λίγο μετά και εγώ έψαχνα τίτλο για εκπομπή που έχει σαν θεματικό πεδίο το ευρύτερο φάσμα της Rock -και όχι μόνο- μουσικής.  Η εκπομπή αποτελούσε ουσιαστικά την εξωτερίκευση του ενθουσιασμού μου τα νέα ακούσματα που σαν έφηβος φιλομαθής και φιλόμουσος -τρομάρα μου- ανακάλυπτα και από την μέρα της πρεμιέρας της μέχρι και την 1000η της επανάληψη δεν είχε κανέναν μουσικό φραγμό ή παρωπίδα.  Τελευταία ξανακάνει την εμφάνιση της βράδια στον Mercury Radio.


Σκηνές ανεξάρτητου ραδιοφώνου

Σχεδόν όλη η ομάδα του Mercury Radio σε κόψιμο και φάγωμα Πρωτοχρονιάτικης Πίτας
 
Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταπιάνομαι με το ραδιόφωνο. Από πειρατικούς στο δωμάτιο του ανελκυστήρα σε πολυκατοικία φίλου,  μέχρι την «θητεία» μου στο Δημοτικό Ραδιόφωνο της Ερμούπολης Kosmos 90 και από εκεί σχεδόν σε όλα τα ραδιόφωνα του νησιού. Η Θεσσαλονίκη μου πρόσφερε -φυσικά- γόνιμο έδαφος για περισσότερο ραδιόφωνο για όσο βρέθηκα εκεί και οι μέρες του 88.5 στον Μύλο ήταν άκρως ενδιαφέρουσες.

 Όπου και να πάω αυτός ο διάολος με κυνηγά. Στο Ρέθυμνο της Κρήτης -γύρω στο 2011- και αφού πέρασα και ένα μικρό φεγγάρι σε τοπικό σταθμό της πόλης, μου μπήκε η ιδέα για ένα δικό μου web ραδιόφωνο, οι πρώτες πειραματικές εκπομπές είχαν γίνει λίγο νωρίτερα στην Σύρο ακόμα νωρίτερα (2010), μα βρισκόμουν στο Ρέθυμνο όταν άρχισα να εκπέμπω συστηματικά

Το καλοκαίρι του 2013 έχοντας γυρίσει στην πατρίδα βρέθηκα με μερικούς φίλους από τις εποχές των FM στην Ερμούπολη των 90ς και είπαμε να μπούμε ξανά στην πρίζα. Τον Ιούνη του 2013 ξεκίνησε να εκπέμπει ο Mercury Radio μακριά από μονάδες μετρήσεων ακροαματικότητας, διαφημιστικό τριπάκι επιβίωσης και με μοναδικό κανόνα την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση ως ραδιοφωνικό προϊόν, από παραγωγούς με άποψη για ακροατές με γούστο. Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα, μα η βενζίνη μας είναι το γεγονός ότι κάνουμε την τρέλα μας. Και ναι είμαστε κυριολεκτικά ανεξάρτητοι. 

Γιώργος Τρανταλίδης – 45 χρόνια Jazz ιστορίας

Αν και η παρούσα συνέντευξη έχει δημοσιευθεί τόσο στο ενδέκατο φύλλο της Συριανής εφημερίδας ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ, όσο και στο portal της εφημερίδας, την αναδημοσιεύω και εδώ μιας και θεωρώ ότι ενδιαφέρει τους αναγνώστες του blog.
 
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανένας ιδιαίτερος πρόλογος για μουσικούς όπως ο Γιώργος Τρανταλίδης. Για πάνω από 45 χρόνια ο άνθρωπος αυτός έχει γράψει την δική του μουσική ιστορία. Από τον rock θρύλο των Socrates, στο πρώτο Ελληνικό Jazz σχήμα των Sphinx και από εκεί σε μια πλουσιότατη προσωπική πορεία με μουσικούς από όλον τον κόσμο. Ο Γιώργος Τρανταλίδης βρέθηκε στην Σύρο στα πλαίσια του φεστιβάλ για την Παγκόσμια Ημέρα της Jazz (29/4/2014), με το ποιο πρόσφατο σχήμα του, τους 4 Generation. Είχε την ευγενή καλοσύνη να αφιερώσει λίγο από τον χρόνο του κουβεντιάζοντας μαζί μας για την μουσική και τις αρετές της, την προσωπική του πορεία, το Jazz παρελθόν και παρόν και για ένα σωρό πράγματα ακόμα που μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω.

Συνέντευξη στον Χρήστο Παπαδάκη


Αρχικά θα ήθελα κάποια βασικά στοιχεία για τους 4 Generation μιας και οι πληροφορίες μου λένε πως είναι καινούριο σχήμα.

Έτσι έχουν τα πράγματα. Το σχήμα δημιουργήθηκε φέτος το χειμώνα και αποτελείται από φίλους, εξαιρετικούς μουσικούς με τους οποίους γνωρίζομαι χρόνια. Το όνομα της μπάντας έχει έναν περισσότερο συμβολικό -και λιγότερο ευρηματικό θα έλεγα- χαρακτήρα. Βλέπεις κανείς δεν μπορεί να οικειοποιηθεί την λέξη «generation» (γενιά). Είμαι όμως ο παλιότερος της γενιάς μου και θεωρώ υποχρέωση μου να παίζω και με νεότερους μουσικούς και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους 4 Generation.

Να κάνουμε μια αναφορά στους μουσικούς που πλαισιώνουν το σχήμα;

Φυσικά. Στο ακουστικό μπάσο βρίσκεται ο Περικλής Τριβόλης, εξαιρετικά ταλαντούχος και απόφοιτος του Berklee College of Music της Βοστώνης. Στην τρομπέτα έχουμε τον Δημήτρη Παπαδόπουλο, τον Βενιαμίν της μπάντας και επίσης μεγάλο ταλέντο, βρίσκεται αυτή τη στιγμή περίπου στην ηλικία του γιού μου, γύρω στα 30. Από παλαιότερους στο σχήμα συναντάμε τον Παναγιώτη Σαμαρά στην Κιθάρα και τον Παντελή Μπενετάτο στο πιάνο.

Οι δύο τελευταίοι αποτέλεσαν ουσιαστικά και τον βασικό κορμό και της τελευταίας -μέχρι στιγμής- δισκογραφικής σας δουλειάς, αναφέρομαι στο άλμπουμ Global Vision.

Έτσι είναι, αν και έχουμε συνεργαστεί σε ένα σωρό πράγματα, όχι μόνο εκεί. Είμαστε πάνω από όλα φίλοι και μετά συνεργάτες.

Δισκογραφικά σε τι στάδιο βρίσκεται η μπάντα αυτή την στιγμή;

Δεν έχει κυκλοφορήσει κάτι ακόμα. Έχουμε όμως ξεκινήσει αν δουλεύουμε πάνω σε υλικό για ένα άλμπουμ.

Τι σας έμεινε ποιο έντονα από την χτεσινή συναυλία;

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο κόσμος γέμισε αυτό το θέατρο – κόσμημα και μας υποδέχτηκε ζεστά συμμετέχοντας με ενθουσιασμό.

Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε -ευτυχώς- μάρτυρες μιας κατάστασης κατά την οποία εξαιτίας συγκεκριμένων διοργανώσεων, δίνεται η ευκαιρία σε ανθρώπους που κατοικούν στην επαρχία και γενικά σε μέρη εκτός των Αθηνών, να απολαύσουν μουσικές δραστηριότητες χωρίς να χρειαστεί να διανύσουν χιλιόμετρα ταξιδεύοντας. Τις περισσότερες φορές πίσω από τέτοιες διοργανώσεις βρίσκονται άνθρωποι με αγάπη και μεράκι για το εκάστοτε μουσικό είδος. Η γνώμη σας πάνω σε αυτό;

Η έκφραση «εκτός Αθηνών» μου ταιριάζει καλύτερα σε σχέση με την λέξη «επαρχία». Πιστεύω πως η λέξη «επαρχία» δεν ισχύει. Πλέον το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης μέσω του Internet τα έχει φέρει όλα ποιο κοντά, οι τέχνες είναι πολύ ποιο προσβάσιμες.

Σίγουρα μα εγώ αναφέρομαι κυρίως στο κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων και της απευθείας επαφής με τον κόσμο νομίζω πως η συγκίνηση και η δυναμική μιας ζωντανής εμφάνισης δεν υποκαθιστούνται εύκολα.

Καλά αυτό είναι σίγουρο. Εγώ ήθελα απλώς να τονίσω πως και οι κάτοικοι εκτός Αθηνών δεν είναι πλέον εντελώς έξω από τα πράγματα, υπάρχει υλικό εκεί έξω για ψάξιμο.

Είναι χρήσιμο μέσο το διαδίκτυο, θέλει όμως και το φιλτράρισμα του. Τι λέτε;

Φυσικά! Είναι στο χέρι του καθενός να πάρει σωστές κατευθύνσεις και να επιλέξει ποιοτικά πράγματα να ακούσει και να ασχοληθεί μιας και υπάρχουν και πολλά σκουπίδια εκεί έξω. Στο κομμάτι της επιλεκτικότητας παίζει ρόλο η κοινωνία, το σχολείο και η αγωγή την οποία θα πάρει ο καθένας από την οικογένεια του.

Φαντάζομαι πάντως πως από πλευράς κατάργησης απόστασής, το διαδίκτυο βοηθάει να ολοκληρωθούν άλμπουμ σαν το Global Vision που έχουν line up από όλον τον κόσμο. Σωστά;

Μα αυτός ήταν και ο σκοπός αυτού του άλμπουμ. Να παίξουν μουσικοί από όλον τον πλανήτη. Υπάρχουν συμμετοχές από την Κούβα, την Ουγγαρία, την Αμερική και φυσικά την Ελλάδα. Όλοι όσοι έπαιξαν στον δίσκο ήταν προσωπικές μου φιλίες και επαφές -όπως για παράδειγμα ο Tony Lakatos, με τον οποίο είμαστε φίλοι από το 1976, από την εποχή που παίζαμε μαζί στο Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου, το πρώτο Jazz CLub στην Ελλάδα-. Αρκετοί ήρθαν στο στούντιο να παίξουμε και να ηχογραφήσουμε μαζί. Με κάποιους είναι γεγονός πως βοήθησε το internet στην αποστολή του υλικού!

Μιας και μου κάνατε ήδη μια καλή πάσα αναφερόμενος στο 1976, θα ήθελα να κάνω ένα μικρό flashback στο χρόνο. Αλήθεια πόσο εύκολα ή δύσκολα ήταν τα πράγματα για την Jazz στην Ελλάδα του 1976; 

Όπως θα ξέρεις εγώ προέρχομαι από το Rock. Γύρω στα 1975 ξεκίνησα να παίζω Jazz και μέχρι να έρθει το 1976 ήμουν ολοκληρωτικά πλέον εκεί και με βεβαιότητα σου λέω πως δεν ήταν και τόσο εύκολα τα πράγματα. Οι «παιδικές ασθένειες της μεταπολίτευσης» -όπως χαρακτηριστικά είχε τονίσει ένας καλός φίλος- δεν άφησαν ανεπηρέαστη την Jazz η οποία θεωρούνταν κάτι το ιμπεριαλιστικό, κάτι το φιλοαμερικάνικο, κάτι το ευτελές αν θέλεις. Θυμάμαι μουσικούς της εποχής -που σήμερα πλέον παίζουν Jazz- να με ρωτάνε με απορία «Τι; Jazz παίζεις;», «Μα αυτό είναι ιμπεριαλιστικό υποπροϊόν» -ναι έχει χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη ατάκα-. Φυσικά όλα αυτά δεν ίσχυαν σε άλλα μέρη του κόσμου που πήγαινα όπως για παράδειγμα στην Ουγγαρία. Ίσα ίσα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο και αυτό φυσικά είναι θέμα κουλτούρας έτσι; Όλα αυτά λοιπόν που περιγράφω είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστος κόσμος που άκουγε αυτήν την μουσική τότε. Θυμάμαι τα πρώτα live των Sphinx να έχουν ελάχιστο κόσμο. Ήμασταν τρίο και στην αρχή παίζαμε για τρία τέσσερα άτομα κοινό. Ευτυχώς μετά άλλαξαν τα πράγματα, με αποτέλεσμα να γίνεται το αδιαχώρητο από κόσμο.

Τι ήταν αυτό που άλλαξε την κατάσταση;

Βασικά άλλαξε η πραγματικότητα. Ο κόσμος ερχόταν και άκουγε μουσικούς που έπαιζαν με την ψυχή τους, βασισμένοι στην μουσική τους και όχι σε επικοινωνιακά φκιασίδια και δημόσιες σχέσεις. Αν το καλοσκεφτείς αυτό θέλει ο άνθρωπος: ζητάει την απλότητα που την βρίσκει στην Jazz. Βρίσκει μια εσωτερική χαρά που λειτουργεί ψυχοακουστικά, του φτιάχνει την διάθεση και του ευφραίνει την ψυχή. Αυτός είναι και ο σκοπός της μουσικής. Αυτό το χάρισμα έχει η Jazz.

Το βασικό επίκεντρο η μουσική λοιπόν και όχι όλα τα επιμέρους…

Κοίταξε η Jazz βασίζεται 100% πάνω στον αυτοσχεδιασμό και απαιτεί από τον μουσικό να είναι ετοιμοπόλεμος. Δεν υπάρχουν περιθώρια για δευτερεύοντα ζητήματα όπως πχ. το να δεις αν είσαι όμορφος ή να σου ταιριάζουν τα ρούχα σου. Το ζητούμενο είναι η επικοινωνία με την υπόλοιπη ομάδα μουσικών που παίζεις. Και πρέπει να ξέρεις πως το αποτέλεσμα της αυτής της σωστής επικοινωνίας, αντανακλάται και περνάει στον κόσμο. Εδώ θα ήθελα να σταθώ και να πω πως και εμείς οι μουσικοί πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι απευθυνόμαστε κατά βάση στον κόσμο. Δεν εννοώ να γίνουμε κατ ανάγκη εμπορικοί μα να γινόμαστε όποτε χρειάζεται ποιο συγκεκριμένοι. Έχουμε και εμείς ευθύνη όταν ο κόσμος δεν χειροκροτεί ή δεν μας καταλαβαίνει. Ας είμαστε ο εαυτός μας και ας παίζουμε πράγματα που προέρχονται από εμάς. Φυσικά όλοι επηρεαζόμαστε από ακούσματα κτλ. Αυτό είναι φυσικό. Αλλά αυτό που πρέπει να κάνει ο μουσικός όταν βγαίνει να παίξει, είναι να εκφράσει τον εαυτό του ακόμα και αν το αποτέλεσμα δεν συμβαδίζει εντελώς με αυτό που έχει στο μυαλό του. Βλέπεις πολλές φορές οι μουσικοί γινόμαστε αυστηροί με τον ίδιο μας τον εαυτό, έχουμε την ιδιαιτερότητα ότι ακούμε αυτό που παίζουμε και δεν μας αρέσει. Όταν για παράδειγμα ακούω τον Elvin Jones ή τον Jack DeJohnette, δεν είναι δυνατόν να μου αρέσει ο εαυτός μου. Το ζητούμενο όμως είναι όταν παίζω να απομονώνω τα ακούσματα μου και να εκφράζω τον εαυτό μου όπως είπα και πριν. Αυτό εισπράττει και ο κόσμος ο οποίος την προκειμένη στιγμή βλέπει τον Γιώργο ή των Γιώτη δεν βλέπει τον Esbjörn Svensson.

Έγινε ήδη μια αναφορά στον Elvin Jones και αν κρίνω από το γεγονός ότι εχτές παίξατε και κομμάτι του φαντάζομαι ότι τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτόν…

Πιστεύω πως το κουαρτέτο του John Coltrane έκανε κάτι πολύ ποιο πάνω από την μουσική διδάσκοντας ανθρωπιά και γενικά πράγματα που έχουν να κάνουν και με το θείο θα έλεγα, η λέξη «θείο» όχι με την έννοια της θρησκευτικότητας αλλά με την έννοια μετάδοσης ενός θετικού μηνύματος μέσω της μουσικής. Είναι χαρά μου που γνώρισα τον Elvin Jones από τον οποίο μπήκα στην διαδικασία να έρθω σε επαφή με τον τρόπο σκέψης του Coltrane και το πως έβαζε τους παίχτες / μουσικούς του του να αποδίδουν την μουσική του. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει, δεν έχει την τεχνική σαν βάση, μα κάτι πολύ ποιο βαθύ το οποίο θα χρειαζόταν πολύ ώρα για να αναλύσω.

Ας επιστρέψουμε στον Γιώργο Τρανταλίδη. Θέλω να μείνω λίγο ακόμα στα τέλη των 70ς και το ντεμπούτο των Sphinx που είναι και ο πρώτος Ελληνικός Jazz δίσκος (1979). Αλήθεια υπήρχαν τα τεχνικά μέσα για μια Jazz ηχογράφηση στην Ελλάδα εκείνης της εποχής;

Υπήρχαν τα μέσα, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο studio Era. Ήταν πλήρες εξοπλισμένο και με καλά μηχανήματα.

Εκεί ηχογραφήθηκε και το άλμπουμ «Επτά Διαστάσεις»; (σ.σ. το δεύτερο άλμπουμ των Sphinx – κυκλοφόρησε το 1980).

Ναι.

Είπαμε πριν πως το Jazz κοινό επί Ελληνικού εδάφους ήταν αρχικά πολύ μικρό. Πως αποδέχτηκε μια δισκογραφική παραγωγή που ερχόταν από Έλληνες μουσικούς και ήταν και ντεμπούτο;

Μα αυτό ήταν και το δύσκολο, να σε αποδεχτεί ο κόσμος. Υπήρχε μια μικρή μερίδα κόσμου που ακολουθούσε την Jazz. Ήταν λίγοι μα πολύ πιστοί. Μα σταδιακά όπως είπαμε το κοινό άρχισε να μεγαλώνει.

Έπαιξε ενδεχομένως και η εκπομπή σου στην ΕΡΑ έναν μικρό ρόλο στην διάδοση της Jazz επί Ελληνικού εδάφους;

Σίγουρα δεν το έβλεπα έτσι όταν έκανα την εκπομπή, εγώ έκανα απλά αυτό που έλεγε η ψυχή μου, μεταδίδοντας ότι καλό έφτανε στα αυτιά μου το οποίο το μοιραζόμουν με τον κόσμο. Με το ίδιο σκεπτικό φώναζα και διάφορους μουσικούς να παίξουμε στο ραδιόφωνο. Πέρασαν διάφοροι σημαντικοί μουσικοί κατά καιρούς από την εκπομπή: ο John Hicks από τους Mingus Dynasty, o Chip Jackson με τον Elvin Jones, ο John Williams και άλλοι.

Υπάρχουν ηχογραφημένα όλα αυτά;

Δυστυχώς από ότι ξέρω τα περισσότερα τα έχουν σβήσει εξαιτίας έλλειψης σε tapes.

Η γνωστή τραγική ιστορία με την πρώην ΕΡΤ εξαιτίας της οποίας έχουν χαθεί και ένα σωρό άλλες ιστορικές ηχογραφήσεις και μαγνητοσκοπήσεις…

Μια και το θίγεις το θέμα να αναφερθώ και σε μια τρικάμερη μαγνητοσκόπηση για την τηλεόραση που έγινε για την -πρώην- ΕΡΤ με τον θρυλικό πιανίστα Bela Lakatos η οποία δεν βγήκε ποτέ στον αέρα. Όταν πήγα και βρήκα τον υπεύθυνο και τον ρώτησα γιατί δεν έχει μεταδοθεί ακόμα το υλικό, η απάντηση του ήταν «Αφού πληρωθήκατε. Από εκεί και πέρα τι σε νοιάζει;». Το αναφέρω αυτό για να δεις πως αντιμετωπίζουν κάποιοι την τέχνη. Με νοοτροπίες σαν αυτή φυσικά και δεν περίμενα να έχει κρατηθεί αρχείο των εκπομπών μου. Αυτά όμως αποτελούν παρελθόν, σήμερα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα για όσους θέλουν να ακούσουν μουσική, να μάθουν, να ασχοληθούν, να πάρε για παράδειγμα αυτή τη στιγμή βλέπουμε live streaming απευθείας από την Ιαπωνία (σ.σ. η συνέντευξη έγινε την ώρα της ζωντανής μετάδοσης των εκδηλώσεων για την Παγκόσμια Ημέρα της Jazz απευθείας από την Οσάκα της Ιαπωνίας).

Από την Σύρο στην Ιαπωνία και πάλι πίσω…

Είναι εξαιρετικό το γεγονός ότι πλέον μπαίνει και η Σύρος ενεργά στο παιχνίδι της Jazz σε παγκόσμιο επίπεδο και όλο αυτό ξεκινάει από αυτήν την εκδήλωση. Μου κάνει εντύπωση πως ο Θωμάς ο Αλβέρτης -ο οποίος είναι υπεύθυνος και για το Tinos Jazz Festival στην Τήνο-, κατάφερε να στήσει όλο αυτό το εκπληκτικό τετραήμερο.

Πιστεύετε ότι θα υπάρξει και συνέχεια δηλαδή;

Είναι υποχρέωση όλων να συνεχιστεί κάτι τέτοιο. Πρέπει να αγκαλιαστούν τέτοιες προσπάθειες. Πρέπει ο κόσμος να ανοίξει αυτιά και μυαλό μιλάω και για μουσικούς και για κοινό. Κάτι που σήμερα γίνεται στην Οσάκα αύριο μπορεί να γίνει στην Σύρο.

Αρκεί να υπάρχουν και άνθρωποι με όραμα.

Φυσικά κάθε εποχή τους έχει ανάγκη. Θυμάμαι όταν ο Γιώργος ο Πετροπουλάκης έφερνε τον Elvin Jones το 1979 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ήξερε ότι θα μπει μέσα, το έκανε από την ψυχή του όμως. Δεν γίνονται όλα, πάντα για το χρήμα.

Να έρθουμε πάλι στα μουσικά λίγο. Παρακολουθώντας κανείς την δισκογραφία του Γιώργου Τρανταλίδη αντιλαμβάνεται μια έντονη σχέση με την Ελληνική παράδοση. Από που προέρχεται αυτό και πως εξελίχθηκε με τα χρόνια;

Κοίταξε να δεις, εγώ πάντα είχα έναν σεβασμό στους παραδοσιακούς μουσικούς βλέποντας την αλήθεια που έβγαζαν και θαυμάζοντας την δεξιοτεχνία τους. Από την άλλη έχοντας την Jazz σαν αφετηρία ήθελα να κάνω κάτι δικό μου, να μην μοιάζει για παράδειγμα ούτε με Art Blakey ούτε με Thelonious Monk, -πως να γράψεις τέτοια μουσική εξάλλου;-, συνεπώς αυτό που μπορούσα εγώ σαν δημιουργός να κάνω και το οποίο με εξέφραζε κιόλας ήταν να δώσω μια Ελληνικότητα σε αρκετά από τα κομμάτια μου.

Συνδυάζεται λοιπόν η Jazz με την παραδοσιακή μουσική;

Είναι δυο τελείως ξεχωριστά πράγματα. Η Jazz είναι μια μουσική που εξελίσσεται συνεχώς και καθημερινά και μάλιστα προς το καλύτερο, ενώ η Δημοτική μουσική είναι ποιο στατική θα έλεγα -όπως η Κλασική μουσική- και έχει τον ρόλο να αναδεικνύει τις ρίζες μας όσο καλύτερα γίνεται, χωρίς να αποκλίνει από την παράδοση, τότε μόνο βγάζει αλήθεια. Από εκεί και πέρα το ταίριασμα Jazz και παραδοσιακής μουσικής έχει να κάνει με το πόσο μιλάει το κάθε άκουσμα στην ψυχή του μουσικού, εμένα μου μίλησε και η Jazz και η παραδοσιακή μουσική. Πέρα από την Jazz που άκουγα από μικρός, άκουγα με την ίδια αγάπη, τον Γιώργο Κόρο για παράδειγμα, να παίζει τα ταξίμια του ή τον Χαλκιά να με μαγεύει με το κλαρίνο του ή διάφορα ηπειρώτικα παραδοσιακά τραγούδια.

Η διασκευή στο «Αστέρι του Βοριά» του Χατζιδάκι ήταν πρόκληση; (σ.σ. το κομμάτι αποδόθηκε ως «Καρπός» και ακούστηκε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004).

Ήταν πρόκληση καταρχήν χρονικά. Η επαφή μου με την διοργάνωση της Ολυμπιάδας έγινε αρχικά για συνεργασία με το studio ηχογραφήσεων που έχω. Εκεί συνάντησα τον μουσικό υπεύθυνο της διοργάνωσης τον Γιώργο Κουμεντάκη ο οποίος με αναγνώρισε. Μου ζήτησε λοιπόν να κάνω μια απόδοση στο «Αστέρι του Βοριά» σε 9/8 μονάχα με κρουστά και φωνές. Το κομμάτι έπρεπε να ετοιμαστεί μέσα σε δύο μόλις μέρες! Το ετοίμασα μέσα σε μια μέρα, του το έβαλα το άκουσε και του άρεσε πολύ.

Δεν ήταν λοιπόν δική σας επιλογή το συγκεκριμένο κομμάτι.

Όχι. Ήταν όμως μια καλή ευκαιρία που μου δόθηκε από ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα ούτε φίλιες, ούτε προσωπικούς δεσμούς, συνεργαστήκαμε εποικοδομητικά με τον Γιώργο Κουμεντάκη και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, λειτουργώντας με ήθος. Αυτό είναι ένα μεγάλο ζητούμενο που και το λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου σε κάθε συνεργασία με παλιούς ή νεότερους: Το ήθος του μουσικού. Για μένα αποτελεί σοβαρό κριτήριο

Μιλώντας για επιλογές τρίτων αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί ποτέ να παίξετε για βιοποριστικούς λόγους πράγματα που ενδεχομένως να μην ήταν μέσα στην αισθητική σας;

Ως επαγγελματίας μουσικός έχω παίξει σε πολλές ηχογραφήσεις τρίτων. Αυτό περισσότερο καλό μου έκανε παρά κακό. Το βιοποριστικό κομμάτι της όλης ιστορίας σηκώνει συζήτηση μεγάλη. Κανείς από την γενιά μου δεν έβγαλε χρήματα από την μουσική εν γένη, πόσο μάλλον από την Jazz. Αυτό πρέπει να αλλάξει, θα πρέπει οι νέοι μουσικοί να μπορούν να παίζουν την μουσική που επιλέγουν και να αμείβονται για αυτό, μόνο έτσι θα μπορέσουν να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Και το «καλύτεροι» δεν το λέω ανταγωνιστικά, η μουσική είναι τέχνη και αγάπη όχι ποδόσφαιρο. Αυτή τη στιγμή πρέπει να σου πω πως στην Ελλάδα υπάρχουν μουσικοί με εφάμιλλο ή και μεγαλύτερο ταλέντο σε σχέση με αντίστοιχα μεγάλα ονόματα του εξωτερικού. Πρέπει λοιπόν όλα αυτά τα παιδιά να μπορέσουν να προχωρήσουν σωστά και με προοπτικές και στο βιοποριστικό κομμάτι, μέσα όμως από την μουσική που αγαπούν και που επέλεξαν να ασχοληθούν. Δεν γίνεται ο άλλος να παίζει διαφορετικά ήδη μουσικής για να επιβιώσει και τα σαββατοκύριακα να κάνει τον τζαζίστα. Υπάρχουν από την άλλη και παραδείγματα ανθρώπων όπως ο γιος μου ο οποίος αν και ασχολείται με την μουσική δεν το κάνει για να ζήσει, προσπάθησε και απέφυγε κάτι τέτοιο και πολύ καλά έκανε. Όπως και να έχει η αγωνία μου εμένα βρίσκεται στα νέα παιδιά και αυτός ήταν και ένα λόγος που σχημάτισα τους 4 Generation, για να δώσω δηλαδή βήμα έκφρασης σε νέους μουσικούς. Σε γενικές γραμμές πάντως -όπως είπαμε και πριν-, οι πόρτες είναι ανοιχτές πλέον και η επαφή με το εξωτερικό ποιο άμεση, υπάρχει ισχυρότερος ανταγωνισμός -με την καλή έννοια του όρου-, η μουσική διαδίδεται γρήγορα και άμεσα και αυτό αποτελεί και κίνητρο για τους νέους μουσικούς να ψαχτούν ακόμα περισσότερο και να προχωρήσουν πάρα πέρα.

Φτάνοντας προς το τέλος δεν θα μπορούσα να μην κάνω και μια ερώτηση για τις ρίζες σας που όπως και ο ίδιος είπατε πρωτύτερα προέρχονται από το Rock. Έχετε ηχογραφήσει στην ποιο Progressive περίοδο των Socrates. Πολλά έχουν γραφτεί, ακόμα περισσότερα έχουν ειπωθεί για αυτήν την τεράστια μπάντα, εσάς τι είναι αυτό που σας έχει μείνει από την πορεία σας μαζί τους;

Μου έχει μείνει τεράστια ευγνωμοσύνη για αυτά τα δύο παιδιά τον Γιάννη τον Σπάθα και τον Αντώνη τον Τουρκογιώργη. Υπήρξα πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με αυτούς τους ανθρώπους, τους το έχω πει και κατ ιδίαν ότι τους χρωστάω πάρα πολλά, παρόλο που εκείνοι υποστηρίζουν ότι εγώ θα έκανα ότι ήταν να κάνω και χωρίς αυτούς, εγώ φυσικά έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Μιλάμε για χαρισματικούς μουσικούς και ανθρώπους. Να ακόμα ένα καλό παράδειγμα ανθρώπων που δεν έβγαλαν χρήματα από την μουσική παρόλο το επίπεδο τους. Κατά την γνώμη μου ο Γιάννης ο Σπάθας είναι ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες του πλανήτη, ποτέ όμως δεν χρησιμοποίησε την μπάντα για να βγάλει χρήματα. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά ακόμα και όταν κάποιοι πρόσφεραν χρήματα στους Socrates, να μου λέει «Εγώ ντρέπομαι να πληρωθώ. Μα καλά από τους Socrates θα βγάλουμε λεφτά; Αυτό είναι το χόμπι μας, αυτό που αγαπάμε…». Από την άλλη οι ξένες εταιρίες πάντα φλερτάριζαν με τους Socrates ενώ παράλληλα η εδώ καλλιτεχνική Ελληνική πραγματικότητα δεν ήθελε ένα Rock group να ζει από αυτό που παίζει, προτιμούσε άλλου είδους «καλλιτέχνες». Ξέρεις όμως τι βλέπω; Εγώ έχω αφήσει πίσω μου το ίχνος μου, το ίδιο και ο Σπάθας, ο Τουργκογιώργης κτλ. Όπου πάμε, νέα παιδιά μας πλησιάζουν και μας ευχαριστούν για την μουσική που δώσαμε. Αναρωτιέμαι λοιπόν, όλοι αυτοί που έβγαλαν εκατομμύρια, και έχτισαν βίλες και πισίνες από την τέχνη που λέγεται μουσική αλλά με τις ευλογίες της «καλλιτεχνικής Ελληνικής πραγματικότητας», αν άφησαν κάποιο ίχνος για τους νεότερους. Πάντα έτσι γινόταν όμως. Το ίδιο δεν συνέβη και με τον Μάρκο Βαμβακάρη; Ο οποίος άφησε και αυτός μια τεράστια μουσική κληρονομιά και πέθανε φτωχός. Εγώ είμαι με τον Μάρκο τον Βαμβακάρη… Με αυτούς τους ανθρώπους είμαι.

Δεν έχω παρά να συμφωνήσω με τα παραπάνω. Τα παραδείγματα είναι πολλά και θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες και να γεμίζουμε σελίδες. Πάμε όμως πολύ πολύ γρήγορα και σε κάποια λιγότερο γνωστά σχήματα που έχετε συμμετάσχει. Υπάρχει κάτι να θυμηθείτε από την σύντομη πορεία των Ανάδελτα;

Τους Ανάδελτα τους φτιάξαμε με τον μαθηματικό Γιάννη Κιουρτσόγλου (κιθάρα, φωνή), το όνομα που είναι μαθηματικός όρος ήταν δική του ιδέα. Ο Κιουρτσόγλου μόλις είχε φύγει από τους Πελόμα Μποκιού και εγώ είχα φύγει από τους Socrates (σ.σ. αναφέρεται στο 1971, αργότερα θα επιστρέψει πάλι στους Socrates), στη σύνθεση ήταν και ο Μίκης ο Μήχος (μπάσο, τραγούδι ενορχήστρωση) στο hammond ήταν ο Νίκος ο Λογοθέτης. Δεν κράτησε για πολύ το σχήμα μα έχω να θυμάμαι τα καλύτερα. Ήταν όλοι τους πολύ καλλιεργημένα και μορφωμένα άτομα, έτρεφαν και μια ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό για τους Socrates.

Από τα τέλη των 60ς μέχρι το 1970, παίξατε στους Beatniks, κατόπιν στους Rivers και ύστερα στους Sette Amici. Υπήρχε original υλικό και ίσως και κάποια ηχογράφηση με αυτά τα σχήματα ή ήταν μόνο μπάντες διασκευών;

Όταν έπαιζα με τους Beatniks ήμουν 14 χρονών! Original υλικό δεν υπήρχε με καμιά από αυτές τις μπάντες, ούτε ηχογραφήσεις. Ήταν μπάντες διασκευών με τις οποίες παίζαμε σε μαγαζιά όπως το Whiskey a Go Go και αλλού. Παίζαμε Beatles, Kinks κτλ. Με τους Sette Amici παίζαμε και ποιο funky / soul πράγματα που μου άρεσαν πολύ, είχαμε και έναν μαύρο τραγουδιστή που η χροιά της φωνής του έμοιαζε καταπληκτικά με του James Brown.

Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Κάπου εδώ όμως θα κλείσουμε. Θέλω να σας ευχαριστήσω για την επίσης πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, τις πληροφορίες, μα πάνω από όλα για την μουσική που μας έχετε προσφέρει τόσα χρόνια.

Εγώ σε ευχαριστώ και πρέπει να σου δώσω και εγώ τα συγχαρητήρια μου, είσαι απίστευτα ενημερωμένος. Το χάρηκα πάρα πολύ! Συνηχείστε την καλή δουλειά και την υποστήριξη στον πολιτισμό.